- μυχόθεν
- μυχόθεν (Α)επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια τού σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό-θεν, κυκλό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.